Τα χαρακτηριστικά του υπάρχοντος χώρου- η επιμήκης αναλογία και ο διαχωρισμός του σε δύο υπό-χώρους- επηρέασαν άμεσα τις βασικές αρχές σχεδιασμού. Επιλέχθηκε ως βασική κατεύθυνση η "ένταση" της προοπτικής βασισμένης στον κεντρικό άξονα οπτικής διαμπερότητας που συνδέει την είσοδο με το ταμείο. Η χειρονομία αυτή εκφράζεται χωρικά μέσα από το σχεδιασμό γραμμικών επίπλων από μάρμαρο τοποθετημένων κατά τη μακρά διάσταση μήκους του χώρου, έναν μαρμάρινο τοίχο-φόντο που παραπέμπει σε "οροσειρά", γραμμικά αναρτώμενα φωτιστικά και όμοιας κατεύθυνσης κρυφό φωτισμό καθώς και από το σταθερό ρυθμό των λεπτών δομικών στοιχείων των κρεμαστρών και των επίπλων έκθεσης. Τα βασικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι το μάρμαρο Νάξου, το σίδερο σε λευκό χρωματισμό και το ξύλο. Η αυστηρή χρωματική παλέτα δύο τόνων λευκού και γκρι "σπάει" από έναν ξύλινο τοίχο έκθεσης υποδημάτων και δοκιμαστικών καθρεπτών που επαναφέρει ένα παραδοσιακό υλικό ως υπόμνηση του τόπου.

Καθώς ο επισκέπτης εισέρχεται στο χώρο, ένα αιωρούμενο τζαμένιο εκθεσιακό έπιπλο εμπνευσμένο από τις συνθετικές αρχές του Μies Van der Rohe τον καλωσορίζει. Η σχέση αιώρησης με τον μαρμάρινο τοίχο που το υποστηρίζει του προσδίδει μια ελαφρότητα ενώ παράλληλα δημιουργεί μια διπλή γραμμική πορεία γύρω του. Η μία πορεία ακολουθεί κατά μήκος τον μαρμάρινο "ορεινό" όγκο-έμμεση αναφορά στο Δελφικό Τοπίο- και η δεύτερη ένα ορθογώνιο επίμηκες έπιπλο-παράθυρο ως έμμεση αναφορά στα fenêtre en longueur του Le Corbusier. Η παραμονή του επισκέπτη στον πρώτο υπο-χώρο συνδυάζει την έκθεση ρούχου σε συνεχή εναλλαγή με αυτή του κοσμήματος και του μικρο-αντικειμένου τα οποία εναποτίθενται στα μαρμάρινα έπιπλα από ιδιοκατασκευή. Ο μαρμάρινος όγκος του ταμείου καθώς και ο κήπος άνωθεν αυτού, στοιχεία που έχουν σχεδιαστεί να είναι πάντοτε ορατά μέσω των ανεμπόδιστων οπτικών φυγών, γίνονται κάδρο-οδηγός για την κίνηση του επισκέπτη έως το βάθος του χώρου.

Έτσι ο επισκέπτης βρίσκεται να διαπερνά ένα "κατώφλι" που σχηματίζεται από δύο σιδερένιες βιβλιοθήκες έκθεσης παπουτσιών και τσαντών. Οι μαρμάρινες πλάκες που λειτουργούν ως βάσεις έκθεσης προϊόντων έχουν υποστεί ειδική επεξεργασία χτυπητού λαξέματος, δίνοντας την αίσθηση αδρότητας η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις υπόλοιπες στιλπνές επιφάνειες. Οι ορθοστάτες στήριξης των βιβλιοθηκών αγκαλιάζουν τον επισκέπτη και σε συνδυασμό με το επίμηκες μαρμάρινο καθιστικό δημιουργούν ένα μεταβατικό χώρο όπου ο πελάτης μπορεί να σταθεί, να επιλέξει το προϊόν που επιθυμεί και να το δοκιμάσει.

Το σενάριο της γραμμικότητας και προοπτικής που υλοποιείται μέσα από κατακόρυφα και οριζόντια ολισθαίνοντα μαρμάρινα επίπεδα και τον γυάλινο ραδινό όγκο καταλήγει και ολοκληρώνεται καθώς ο επισκέπτης τελικά οδηγείται στο δεύτερο υποχώρο όπου "αγκαλιάζεται" από τη χειρονομία της οροφής σε Γ που καταλήγει σε ένα μεταλλικό λεπτεπίλεπτο έπιπλο-κρεμάστρα και τους κατακόρυφους καθρέπτες. Το κινητικό παιχνίδι έντασης μήκους των επιπέδων και βλέμματος έχει ως οπτικό στόχο-κατάληξη το κάδρο του μαρμάρινου ταμείου και του κήπου που στρέφονται κάθετα ως προς την αρχική αξονική διεύθυνση κίνησης.

Ο φωτισμός και η μελέτη του πραγματοποιημένη από τους ADD υποτάσσεται στις παραπάνω αρχές σχεδιασμού και τις ενισχύει καθώς εγκιβωτίζεται ως έμμεσος, ακολουθεί και αγκιστρώνεται ή αναρτάται παρακολουθώντας τη γεωμετρία του χώρου και των κατασκευών. Το γκρι βιομηχανικό δάπεδο αποτελεί τον ουδέτερο καμβά και πεδίο πάνω στο οποίο "πλέουν" τα λευκά μεταλλικά και μαρμάρινα στοιχεία.

 

Στην περιοχή του Μακρυγιάννη στο κέντρο της Αθήνας βρίσκεται το "Acro Urban Suites", ένα ξενοδοχείο διαμερισμάτων, το οποίο αναπτύσσεται σε πέντε στάθμες. "Acro" σημαίνει ψηλά, στην κορυφή. Το όνομα του ξενοδοχείου είναι εμπνευσμένο από την περιοχή και την απαράμιλλη θέα στην Ακρόπολη.
Φιλοδοξία του ιδιοκτήτη ήταν να δημιουργήσει ένα σύγχρονο ξενοδοχείο, το οποίο να ανταποκρίνεται στις πρακτικές και αισθητικές επιθυμίες ενός σύγχρονου ταξιδιώτη και παράλληλα να τον κάνει να αισθάνεται σαν στο σπίτι του.
Η κύρια πρόκληση του έργου ήταν η αναδιατύπωση της διάταξης του κτιρίου, το οποίο κατασκευάστηκε τη δεκαετία του ‘60 για να στεγάσει οροφο-διαμερίσματα. Η νέα του χρήση ως σύμπλεγμα σουιτών για βραχυχρόνια μίσθωση απαιτούσε μια διαφορετική προσέγγιση από τους αρχιτέκτονες. Γι’ αυτό το λόγο το εσωτερικό απογυμνώθηκε εντελώς και σχεδιάστηκε από την αρχή, ενώ οι όψεις και τα βασικά δομικά στοιχεία του κτιρίου παρέμειναν κατευθύνοντας τις αποφάσεις σχεδιασμού κατά τη φάση της μελέτης.
Οι χώροι του κοινού καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο τμήμα της στάθμης του ισογείου. Εκεί αναπτύσσονται η reception, οι χώροι υποδοχής και καθιστικών, μία δανειστική βιβλιοθήκη, μια μικρή κοινόχρηστη κουζίνα καθώς και ένα τραπέζι συνεδριάσεων. Τα υπόλοιπα τετραγωνικά του ισογείου καλύπτονται από αποθήκες και υπηρεσιακούς χώρους.
Οι τρεις πρώτοι όροφοι είναι τυπικοί. Ο καθένας φιλοξενεί τρεις ίδιους τύπους δωματίων -στούντιο με καθαρό εμβαδό 30 - 40 m2. Η διαρρύθμιση των εσωτερικών χωρών του κάθε στούντιο ακολουθεί τις προδιαγραφές που τέθηκαν εξαρχής από τον ιδιοκτήτη, με διπλά κρεβάτια, υγρούς χώρους, kitchenette, επιφάνεια γραφείου - φαγητού και καναπέ - κρεβάτι. Η διάταξη των δωματίων σχεδιάστηκε ενιαία χωρίς διαχωριστικούς τοίχους, ώστε το φυσικό φως να εισβάλει σε όλους τους επί μέρους χώρους. Ο τέταρτος όροφος αποτελείται από ένα μικρό διαμέρισμα 75 m2 με δύο υπνοδωμάτια, δύο μπάνια, σαλόνι, κουζίνα και τραπεζαρία και ένα μικρό στούντιο 25 m2, που φιλοξενεί μόνο δύο άτομα.
Επιθυμία του πελάτη ήταν να αποφευχθεί η ομοιομορφία των τυπικών δωματίων ξενοδοχείων και κάθε δωμάτιο να έχει το δικό του χαρακτήρα. Γι’ αυτό το λόγο κάθε δωμάτιο διαφοροποιείται ως προς το σχεδιασμό των custom κατασκευών, τα υλικά επένδυσης (πλακάκια και ταπετσαρίες), τα χρώματα των τοίχων καθώς και την επίπλωση.
Στο δώμα φιλοξενούνται οι καθιστικοί χώροι του roof-garden με θέα στην Ακρόπολη, το Ηρώδειο και την πόλη.
Τέλος, το κτίριο καλύφθηκε εξωτερικά για λόγους σκίασης με μια φωτιζόμενη κατασκευή σε σχήμα "Γ" με μεταλλικό σκελετό και σταθερά διάτρητα πετάσματα από PVC βαμμένα λευκά, η οποία λειτουργεί ως επένδυση της μίας όψης του κτιρίου και ως πέργκολα στο δώμα. Το μοτίβο των πετασμάτων μιμείται τα "κλώστρα", τα διακοσμητικά τσιμεντένια τούβλα που χρησιμοποιούνταν τη δεκαετία του ‘60 για αερισμό και φυσικό φωτισμό.
Για τον εσωτερικό σχεδιασμό οι μελετητές άντλησαν έμπνευση από τις τάσεις που επικρατούσαν κατά τη δεκαετία κατασκευής του κτιρίου, καθώς και από την αρχιτεκτονική κληρονομιά της περιοχής του Μακρυγιάννη. Επιλέχθηκαν τα στοιχεία του ξύλου, του μωσαϊκού, του μαρμάρου και των χρωματιστών μικρών πλακιδίων. Η χρωματική παλέτα της δεκαετίας του ‘60, ταπετσαρίες με επαναλαμβανόμενα μοτίβα και στιβαροί, άνετοι καναπέδες με καμπύλες. Χρυσές λεπτομέρειες στα φωτιστικά σώματα και φυτά εσωτερικού χώρου συμπληρώνουν τη διακόσμηση των δωματίων, τα οποία αποπνέουν μία retro αισθητική ανάμεικτη με μια σύγχρονη προσέγγιση.

 

Το Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια προχώρησε στην ανακαίνιση και αναβάθμιση των υφιστάμενων αιθουσών διδασκαλίας της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, βάσει του συγκεκριμένου υλοποιημένου παραδείγματος. Κύριος στόχος του έργου, κάτι το οποίο επηρέασε τη μελέτη σε όλα τα στάδια της, ήταν ο σχεδιασμός ενός χώρου κατάλληλου για τη φιλοξενία ευέλικτων μεθόδων διδασκαλίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προδιαγράφηκαν εγκαταστάσεις και εξοπλισμός, που επιτρέπουν τη διεξαγωγή μαθημάτων σε όλες τις πιθανές διατάξεις και με όλα τα πιθανά μέσα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατασκευή του πίνακα της αίθουσας, ο οποίος καταλαμβάνει μεγάλο μέρος των κατακόρυφων επιφανειών του χώρου και παράλληλα "προσφέρει" πολλές περισσότερες υπηρεσίες από μία απλή συνήθη επιφάνεια γραφής. Αυτή η επιφάνεια αποτελείται από απλή μονή γυψοσανίδα με ειδική τελική διάφανη βαφή. Ένα συρόμενο τμήμα, το οποίο βάφεται με μαγνητική βαφή και κινείται σε ράγα χωνευτή σε πλαίσιο μασίφ ξυλείας, "κρύβει" μια οθόνη αναρτημένη σε μεταλλική βάση με διπλό βραχίονα, ο οποίος της επιτρέπει να περιστρέφεται.
Αρχιτεκτονική μελέτη: Θέμης Χατζηγιαννόπουλος & συνεργάτες αρχιτέκτονες
Φωτογραφίες: Αρχείο Αμερικάνικου Κολλεγίου Ανατόλια

02 M10

Λόγω του αρκετά μεγάλου μεγέθους των ιδιωτικών χώρων της κατοικίας στην Κρήτη η μπανιέρα και οι πάγκοι νιπτήρων χωροθετούνται μέσα στον κυρίως χώρο, ώστε να μπορούν να εκμεταλλεύονται τις νότιες θεάσεις.
Φωτογραφίες: Γιάννης Λούκης, Δημήτρης Καλαποδάς

Ο διαθέσιμος υπαίθριος χώρος της κατοικίας στη Λευκωσία αξιοποιείται στο μέγιστο δυνατό βαθμό, καθότι επιτελεί πολλαπλό ρόλο: υπόστεγη βεράντα και αυλή ταυτόχρονα σε συνέχεια με τον εσωτερικό χώρο και το καθιστικό. Με την πυκνή και κατάλληλη φύτευση στο πίσω μέρος της πισίνας εξασφαλίζεται η απαραίτητη ιδιωτικότητα για τους ενοίκους, με τη δημιουργία ενός τύπου "κλειστής αυλής" ή αιθρίου και την παροχή, ταυτόχρονα, σκίασης από τον ανεπιθύμητο δυτικό ήλιο του καλοκαιριού.
Φωτογραφίες: Χάρης Σολωμού

Η εξαρχής γλυπτική χειρονομία της κατοικίας στο Ηράκλειο προκύπτει από την ηλιόλουστη συνθήκη: επιδιώκεται μέσω μιας διπλής καμπυλότητας το κτίριο να καμπυλωθεί, να λυγίσει από τη δύναμη της πορείας του ήλιου από την ανατολή στη δύση. Ο κυρίως όγκος λειτουργεί όχι μόνο ως υποδοχέας των ιδιωτικών χώρων χαλάρωσης, αλλά και ως στέγαστρο, για την ημιυπαίθρια εκτόνωση της κατοικίας και τον κήπο.
Φωτογραφίες: Πέτρος Περάκης

 

Η διάτρηση στο λευκό περίβλημα της κατοικίας στο Ισραήλ επιτρέπει την αναπαραγωγή του φωτός και της σκιάς, δημιουργώντας σε έναν ήρεμο κατά τα άλλα χώρο μια λυρική και αρμονική κίνηση, που φαινομενικά "χορεύει" και αποπνέει ζωή στους σιωπηρούς τοίχους. Ο αρχιτέκτονας έκανε περαιτέρω χρήση αυτού του σχεδίου, χρησιμεύοντας ως διαχωριστικό ανάμεσα στην είσοδο και στην κουζίνα.
Φωτογραφίες: Amit Geron

ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΓΙΑ ΤΑ ΚΤΙΡΙΑΚΑ ΕΡΓΑ

Στα τέλη του 20ου αιώνα ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες για τον περιορισμό της επίπτωσης των δραστηριοτήτων του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον. Το 1987 η Παγκόσμια Επιτροπή Περιβάλλοντος και Ανάπτυξης (WECD) διατύπωσε τον ορισμό της αειφόρου ανάπτυξης ως την "ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες των τωρινών γενεών δίχως να θέτει σε κίνδυνο τις ανάγκες των μελλοντικών γενεών" (WCED 1987). Ένας από τους κύριους παράγοντες υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος είναι η υποβέλτιστη δομή και λειτουργία των κτιριακών εγκαταστάσεων.

Τα χαρακτηριστικά του υπάρχοντος χώρου -τα οριακώς επαρκή τετραγωνικά μέτρα, η σχεδόν τετράγωνη αναλογία του καθώς και το μεγάλο του ελεύθερο ύψος- επηρέασαν άμεσα τις αρχές σχεδιασμού. Η βασική σχεδιαστική χειρονομία εκφράζεται χωρικά μέσα από τον επιμερισμό του τετραγώνου σε δύο δυναμικά οξυγώνια τρίγωνα, τα οποία ανταποκρίνονται στο προγραμματικό σενάριο του χώρου. Το πρώτο τρίγωνο αφορά στους επισκέπτες και στις ροές κινήσεων εισόδου και εξόδου. Η υλοποίηση αυτού του τριγώνου στο χώρο πραγματοποιείται μέσω της δημιουργίας μιας εσωτερικής στοάς από μεταλλικές κοίλες διατομές 30 Χ 30 mm, που λειτουργούν ως φωτιστικές γραμμές. Το δεύτερο εσωτερικό τρίγωνο υλοποιείται μέσω της δημιουργίας μιας εσωτερικής όψης πάγκου - ραφιέρας, η οποία διαχωρίζει το χώρο εργασίας και παρασκευαστηρίου από τον ελεύθερο χώρο των επισκεπτών. Οι παραπάνω χειρονομίες δημιουργούν την οπτική "ψευδαίσθηση" ενός μεγαλύτερου χώρου σε σχέση με την πραγματικότητα Τα βασικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι ο σίδηρος σε λευκό χρωματισμό, το κόντρα πλακέ θαλάσσης σημύδα και η γκρι τεχνοτροπία ακανόνιστου σοβά, καθώς και ο τεχνητός φωτισμός, που στο συγκεκριμένο έργο αντιμετωπίστηκε ως το τέταρτο "υλικό" τονισμού των μεταλλικών σκελετών και έντασης της προοπτικής.
Η κίνηση του επισκέπτη καθοδηγείται από την υπό γωνία και παράλληλα στην κίνηση τοποθέτηση του πάγκου, καθώς και από τη γεωμετρία της εσωτερικής στοάς.
Ο πάγκος εργασίας καθώς και το επίμηκες ράφι άνωθεν αυτού διαμορφώνουν μια εσωτερική όψη, που ακολουθεί την πορεία κίνησης του επισκέπτη και διαμορφώνεται σε τρεις ζώνες καθ' ύψος. Το πρώτο τμήμα αναρτάται από την οροφή με στραντζαριστές διατομές Π 30 Χ 30 mm και εξυπηρετεί το λειτουργικό κομμάτι της αποθήκευσης του καφέ. Η δεύτερη ζώνη διαμορφώνεται ως κενό θέασης και εξυπηρέτησης και η τρίτη ζώνη αποτελείται από τον πάγκο εργασίας. Η πτυχοειδής λαμαρίνα - επένδυση του πάγκου τοποθετείται με τα νερά της κατακόρυφα και το ίδιο συμβαίνει με το σκελετό της ραφιέρας σε ανάρτηση.
Στο σκελετό της οροφής επιλέχθηκε η δομή του "ψαροκόκαλου", ραχοκοκαλιά του οποίου αποτελεί η κοινή πλευρά των δύο τριγώνων. Υλοποιείται από στραντζαριστές διατομές 30 Χ 30 mm σε ορθή γωνία μεταξύ τους. Η πλευρά άνωθεν του τριγώνου επισκεπτών λειτουργεί ως σκελετός για τον εγκιβωτισμό ταινίας led εντός θολού προφίλ αλουμινίου, ενώ φωτιστικές ράγες spot αναρτώνται εναλλάξ στα διάκενα του σκελετού παράλληλα ως προς αυτόν.
Ο διαχωρισμός των δύο τριγώνων σε κάτοψη αποτυπώνεται και σε διαφορετική επιλογή στο χρωματισμό της δαπεδόστρωσης με λευκό γρανιτοπλακάκι στο χώρο των επισκεπτών και μαύρο στο χώρο εργασίας και παρασκευής.
Ο φωτισμός εγκιβωτίζεται ως έμμεσος, ακολουθεί και αγκιστρώνεται ή αναρτάται παρακολουθώντας τη γεωμετρία του χώρου και των κατασκευών

 

 

Το ξενοδοχείο Sunrise Village Hotel βρίσκεται μέσα στον παραδοσιακό οικισμό της Σκοπέλου, με ανεμπόδιστη θέα προς τη θάλασσα, αφού εκτείνεται μπροστά στην παραλιακή ζώνη. Στο οικόπεδο προϋπήρχαν πέντε ανεξάρτητα κτίρια με την πισίνα να δεσπόζει στο κέντρο του συγκροτήματος.
Στόχος για την ανακατασκευή και επανασχεδίαση του εσωτερικού του ξενοδοχείου, ήταν αφενός να διατηρήσει το αποτύπωμα των υφιστάμενων κτιρίων στον περιβάλλοντα χώρο και στη μορφολογία των όψεων και αφετέρου να "χρωματίσει" δύο νέες σχεδιαστικές γραμμές, αυτή της κυριαρχίας του σκανδιναβικού λευκού και αυτή της επιρροής του "boho chic" στυλ.
Η αποκατάσταση αφορά σε πρώτη φάση τις τρεις από τις πέντε κτιριακές εγκαταστάσεις, οι οποίες αρθρώνονται βαθμιδωτά σε τρεις ορόφους. Εξωτερικά κλιμακοστάσια οδηγούν στις εισόδους των δωματίων. Οι ανανεωμένες προσόψεις με τις ξύλινες λευκές πέργκολες με καραβόπανο καδράρουν τη θέα προς την πισίνα και τη θάλασσα. Στα ανακατασκευασμένα κτίρια έμφαση δίνεται στην παράδοση μέσω των τοπικών υλικών και του λευκού χρώματος.
Το πρώτο κτίριο άλλαξε ριζικά όψη συνδυάζοντας στους ορόφους του στοιχεία σκανδιναβικού στυλ και σύγχρονης σχεδιαστικής αισθητικής. Οι λευκές αποχρώσεις επιφανειών σε συνδυασμό με το βινυλικό δάπεδο σε απόχρωση δρυς δημιουργούν το κατάλληλο υπόβαθρο για τα ειδικά κατασκευασμένα έπιπλα και τα φωτιστικά αναδεικνύοντάς τα ως πρωταγωνιστές του σκηνικού. Κεραμικά πλακίδια στο χώρο του λουτρού σε υφή πατητής τσιμεντοκονίας προσδίδουν μία νότα ζεστασιάς στο χώρο.
Στο ισόγειο του κτιρίου φιλοξενείται η αίθουσα πρωινού, που συνδυάζει φυσικά υλικά, μπαμπού ξύλο και υφές πατητής τσιμεντοκονίας σε γκρι και μπεζ αποχρώσεις.
Στο δεύτερο και τρίτο κτίριο έντονες είναι οι "bohemian" πινελιές. Οι υφές και οι γραμμές ειδικά κατασκευασμένα έπιπλα προσθέτουν εντάσεις, αντιθέσεις, ποιότητες με αναφορές στην τοπικότητα, αλλά και σε στοιχεία του σύγχρονου σχεδιασμού.
Ακανόνιστες και ανάγλυφες επιφάνειες φυσικής καστανιάς συνδυασμένες με ψάθα, καλαμωτή, φυσικά κλαδιά, τριχιές και βινυλικό δάπεδο δημιουργούν την αίσθηση της θαλπωρής και ηρεμίας.
Τα ιδιαίτερα φωτιστικά boho αισθητικής που επιλέχθηκαν συμβάλλουν στη δημιουργία μιας άκρως χαλαρωτικής για τον επισκέπτη ατμόσφαιρα, τονίζοντας την κομψότητα ενός interior design με έμφαση στις λεπτομέρειες. Η ανοιχτή ντουλάπα ακολουθώντας τη διαφάνεια και την χαλαρότητα του ελληνικού καλοκαιρού προσφέρει λειτουργικότητα και ιδιαίτερη αισθητική στο χώρο.
Τα λουτρά με τους ελεύθερους πάγκους νιπτήρα μέσα στα δωμάτια και τις καμπυλωτές επιφάνειες, επιχρισμένες με πατητή τσιμεντοκονία σε γκρι απόχρωση, επιτυγχάνουν το συνδυασμό απλότητας και ομοιομορφίας.

 

 

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.