Ο χώρος της εξωτερικής τραπεζαρίας διαμορφώνεται ως προέκταση της κατοικίας, καδράροντας το τοπίο. Ο πρόβολος προεξέχει πάνω από το βραχώδες τοπίο και δημιουργεί την αίσθηση ότι το κτίριο ίπταται πάνω από τη θάλασσα. Μια σειρά από διαφορετικά κενά κάνουν τα όρια μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων πιο ασαφή. Τα ανοίγματα, διαφορετικού μεγέθους και χαρακτήρα το κάθε ένα, είναι προσεκτικά τοποθετημένα, ώστε να προσφέρουν θεαματικές φυγές προς τη θάλασσα και το τοπίο. Εξοχική μονοκατοικία στην Κάρπαθο. Φωτογραφίες: Γιώργος Κορδάκης.

Η λιτότητα χαρακτηρίζει τον σχεδιασμό του σπιτιού, την οργάνωση των χώρων αλλά και την παλέτα των υλικών. Οι λευκές επιφάνειες των τοίχων βρίσκονται σε αρμονία με τα λευκά λακαρισμένα MDF στοιχεία (πόρτες και ντουλάπια), τους λευκούς νιπτήρες και τους πάγκους, επιτρέποντας να αναδειχθεί το ξύλινο δάπεδο, το οποίο διαθέτει υδραυλικό σύστημα ενδοδαπέδιας θέρμανσης. Κατοικία Galegos στην Πορτογαλία. Φωτογραφίες: João Morgado

ΣΕ ΥΠΑΙΘΡΙΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ

Χρώμα, μέγεθος, σχήμα, διαβάθμιση, υφή, ανθεκτικότητα, οι ιδιότητες των αδρανών καθορίζουν
σε μεγάλο βαθμό τη μορφή του τελικού δαπέδου. Το άρτιο αποτέλεσμα, όμως, προκύπτει
από το συνδυασμό ευφυούς σχεδιασμού και επιμελούς κατασκευής.

ΜΕ ΕΞΥΠΝΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Οι στοχευμένες παρεμβάσεις σε ένα ξενοδοχείο μπορούν να αναβαθμίσουν την εικόνα και τη λειτουργία του
με έξυπνο τρόπο, ικανοποιώντας τις ανάγκες των πελατών και αυξάνοντας την κερδοφορία της επιχείρησης.

To Βωλάξ, ένα χωριό απροκάλυπτα ξεχωριστό και ιδιαίτερο, συνιστά ίσως την "αυθεντικότερη" τοποθεσία στην Τήνο, μοναδική τόσο στις Κυκλάδες, όσο και στον κόσμο.
Ο σχεδιασμός ενός κτιρίου που να αποτελεί συνέχεια ή συμπληρωματικό στοιχείο της εικόνας του Βώλακα συνιστά "πρόκληση".
Με απόλυτο σεβασμό στον τόπο, η κατοικία αποτελείται από επιμέρους μονάδες, που κατανέμονται γύρω από σφαιρικούς βράχους, αφήνοντας στο κέντρο ένα αίθριο. Τα τρία κτίρια που στεγάζουν τις βασικές λειτουργίες, διαφέρουν μεταξύ τους σε ύψος, διαστάσεις και υλικά. Βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η άναρχη χωροθέτηση των όγκων, ώστε φαινομενικά κάθε τμήμα της να έχει τοποθετηθεί ελεύθερα στο χώρο σαν να έπεσε από ψηλά και απλά να στάθηκε εκεί, ό,τι δηλαδή συνέβη και με τις ηφαιστειακές σφαιρικές πέτρες του Βώλακα.
Χαρακτηριστική είναι η βορινή όψη της κατοικίας, καθώς ένας όγκος από εμφανές και άβαφο σκυρόδεμα δημιουργεί ένα "όριο", μια τεχνητή προστασία από τον "βοριά". Η επιλογή αυτής της υλικότητας αποτελεί παραλληλισμό στους βράχους, ενώ σε βάθος χρόνου, όταν τα πολύχρωμα αδρανή του σκυροδέματος αναδυθούν στην επιφάνεια, θα ενσωματωθεί απόλυτα στο τοπίο. Η επιλογή του σχήματός του από την άλλη, ως ένα στενόμακρο ορθογώνιο, αναδεικνύει τους βώλακες, "υπογραμμίζοντάς" τους, και ενισχύει τη σφαιρικότητα τους, που έρχεται σε άμεση αντιπαράθεση με τη δική του γραμμικότητα. Στο εσωτερικό του, το σκληρό του περίβλημα "σπάει" και μένει "διάφανο", αφήνοντας τον εσωτερικό χώρο να ενοποιηθεί με τον εξωτερικό. Με αυτόν τον τρόπο, τα όρια μεταξύ του μέσα και του έξω "θολώνουν" και ο εσωτερικός χώρος τελικά εκτείνεται μέχρι τη συστάδα των βωλάκων, στην πλάτη του οικοπέδου προς το χωριό.

Στην περιοχή της βάσης του κτιρίου είναι απαραίτητη πάντοτε η διαμόρφωση μιας περιμετρικής ζώνης προστασίας από την αναπήδηση του νερού της βροχής. Αυτή η περιμετρική ζώνη μπορεί εξωτερικά να δίνει την εικόνα διαζώματος διαμορφωμένου, είτε από διακοσμητική πέτρα ή πλακίδια, είτε από κάποιο προστατευτικό στοιχείο, ρόλο που αναλαμβάνει συχνά να παίξει μια τσιμεντοειδής λεπτή πλάκα (π.χ. τσιμεντοσανίδα) ή μια στραντζαριστή λαμαρίνα με κατάλληλα διαμορφωμένη διατομή (μορφής "ανοιγμένου Ζ").
Μέριμνα πρέπει να υπάρχει και για την απομάκρυνση των όμβριων υδάτων, ώστε να μη λιμνάζουν περιμετρικά του κτιρίου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, είτε με τη διαμόρφωση ενός περιμετρικού αποστραγγιστικού συστήματος, είτε με πλακοστρώσεις με κλίση από το κτίριο προς τα έξω, ενώ δυνατή είναι και η τοποθέτηση αποστραγγιστικής μεμβράνης.

Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα λύση σκίασης, που μεταμορφώνει την όψη σε ένα γλυπτικό εργαλείο ελέγχου των εσωτερικών συνθηκών. Τα πετάσματα στερεώνονται σε μεταλλικό πλαίσιο, που αγκυρώνεται στο φέροντα οργανισμό και κινούνται μηχανικά ή αυτοματοποιημένα ανάλογα με τις ανάγκες σκίασης. Η επιφάνεια των πετασμάτων μπορεί να είναι διάτρητη ή περσιδωτή ή οποιασδήποτε άλλης μορφής, ώστε να επιτρέπεται η είσοδος του φυσικού φωτός, ακόμη και όταν τα πετάσματα είναι τελείως κλειστά.
Στην φωτογραφία, μεταλλικά διάτρητα πετάσματα σκίασης. Η κίνηση των πετασμάτων επάνω σε μεταλλικούς οδηγούς σε τυχαίες θέσεις δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα δυναμική όψη.

Άποψη κουζίνας με λευκή λάκα σε μονοκατοικία στη Θάσο. Στο εσωτερικό της κατοικίας γενικότερα, τα ανοιχτά χρώματα, οι ενιαίες καθαρές επιφάνειες, τα χειροποίητα αντικείμενα και οι φυσικές υφές υπογραμμίζουν την προσωπικότητα του χώρου, διατηρώντας ανέπαφη την αισθητική του αυστηρότητα.
Στο ισόγειο διατάσσονται η τραπεζαρία, η κουζίνα και ένα λουτρό, με τον άξονα να τα διαχωρίζει αυστηρά από δυο υπνοδωμάτια ξενώνες. Η ολίσθηση του εσωτερικού δαπέδου, έως και τον ημιυπαίθριο χώρο φαγητού, άρει το όριο μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Φωτογραφίες: Studiovd.gr (Νίκος Βαβδινούδης, Χρήστος Δημητρίου).

H Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα (Α.Σ.Κ.Σ.Α.), αφοσιωμένη στη συστηματική μελέτη του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα έως σήμερα, αποτελεί έναν από τους κορυφαίους ερευνητικούς και εκπαιδευτικούς φορείς σε όλο τον κόσμο. Ιδρύθηκε το 1881 και έκτοτε προσφέρει μια φιλόξενη βάση για μελέτη και έρευνα στην Ελλάδα, σε μελετητές και μεταπτυχιακούς φοιτητές.
Το εργαστήριο "Malcolm H. Wiener" της Α.Σ.Κ.Σ.Α., το οποίο ιδρύθηκε το 1992, είναι ένα διεθνώς αναγνωρισμένο ερευνητικό κέντρο που εξειδικεύεται στις αρχαιολογικές επιστήμες του ελληνικού χώρου και της ευρύτερης περιοχής της ανατολικής Μεσογείου. Οι εγκαταστάσεις του στεγάζονταν μέχρι τον Ιούνιο του 2016 στο κεντρικό κτίριο της Αμερικανικής Σχολής, που βρίσκεται στους πρόποδες του Λυκαβηττού, μεταξύ των οδών Σουηδίας, Γενναδίου και Πατέρα, σε ένα οικόπεδο που αποτελεί μία όαση πρασίνου στο κέντρο της Αθήνας.
Tο νέο κτίριο είναι διώροφο με υπόγειο, κατασκευάστηκε στο ίδιο οικόπεδο και κλήθηκε να καλύψει τις επαυξημένες ανάγκες του εργαστηρίου, στις αναβαθμισμένες και σύγχρονες εγκαταστάσεις του.
Κύρια επιδίωξη της αρχιτεκτονικής σύνθεσης αποτέλεσε η δημιουργία ενός κτιρίου που να συνδιαλέγεται μορφολογικά και ογκοπλαστικά με το υφιστάμενο κτίριο της Αμερικάνικης Σχολής, καθώς και με το γειτονικό διατηρητέο κτίριο της Αγγλικής Σχολής. Το νέο κτίριο διασπάται σε δύο ανεξάρτητους όγκους, οι οποίοι φέρουν κεραμοσκεπή και ενοποιούνται μορφολογικά και λειτουργικά μέσω ενός μικρότερου όγκου με επίπεδη οροφή και διαφανείς όψεις. Η διάταξη του νέου κτιρίου ολοκληρώνει τη συνθετική χωροθέτηση των κτιριακών όγκων μέσα στο οικόπεδο, διαμορφώνοντας μια εσωτερική αγκαλιά προς τον κήπο της σχολής.
Στο χαμηλότερο κεντρικό πυρήνα με τη γυάλινη πρόσοψη, οργανώνεται η κεντρική είσοδος και η υποδοχή από τη βόρεια πλευρά, ενώ από τη νότια υπάρχει μια δευτερεύουσα είσοδος / έξοδος από και προς την οδό Πατέρα.
Κύριο μέλημα της σχολής, αλλά και της αρχιτεκτονικής ομάδας, αποτέλεσε η κατά το μέγιστο διατήρηση του υφιστάμενου κήπου, του οποίου κάποια δέντρα χρονολογούνται από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Γι' αυτό το λόγο, κύριοι εργαστηριακοί χώροι του κτιρίου χωροθετήθηκαν στο υπόγειο, ώστε να επιτευχθεί περιορισμός του κτιριακού όγκου της ανωδομής, σε μία προσπάθεια μέγιστης διατήρησης χαμηλής αναλογίας δομημένης επιφάνειας έναντι φυτεμένων / υπαίθριων χώρων.
Στο υπόγειο χωροθετούνται οι κύριοι εργαστηριακοί χώροι (Chemistry Lab, Earth Science A' Lab, Earth Science B' Lab, Microscopy Lab, X-ray Lab, Analytical Lab ) και ο χώρος συγκριτικών συλλογών / αποθήκευσης (Collections Centre). Για την κάλυψη της ανάγκης φυσικού φωτισμού και αερισμού κατασκευάστηκαν ανοίγματα οροφής και τοποθετήθηκαν ανοιγόμενες φωτιστικές κουπόλες, σε κάθε εργαστηριακό χώρο, καθώς και στον κεντρικό διάδρομο του υπογείου. Έτσι τo φυσικό φως της ημέρας εισέρχεται μέσω των φεγγιτών αυτών και διαχέεται ομοιόμορφα στους εργαστηριακούς χώρους μέσω των κατασκευών ανοιγμάτων της ψευδοροφής πυραμιδοειδούς μορφής.
Τα όρια των εργαστηριακών χώρων υλοποιούνται με διαχωριστικά πετάσματα κατασκευασμένα με έναν συνδυασμό υλικών, ξύλου σε απόχρωση δρυς, μετάλλου σε χρώμα γκρι και γυαλιού. Η χρήση της διαφάνειας μεταξύ των επιμέρους εργαστηρίων συντελεί στη δημιουργία μιας συνολικής εργαστηριακής "ολότητας".
Στα δάπεδα έγινε χρήση βινυλικής επίστρωσης σε μία χάραξη εναλλαγής χρωματισμών, με βασικό χρώμα των χώρων το ανοιχτό γκρι, σε συνδυασμό με ζώνες κίτρινου χρώματος, που δίνουν ένταση, κατά μήκος του διαδρόμου. Η χάραξη αυτή καθρεφτίζεται και στην οροφή, ορίζοντας ζώνες αυτόφωτων επιφανειών.
Επιπρόσθετα, στο υπόγειο δημιουργείται χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων 22 θέσεων, καθώς και οι απαραίτητοι χώροι των Η/Μ εγκαταστάσεων.
Στο ισόγειο χωροθετούνται οι γραφειακοί χώροι του εργαστηρίου και η αίθουσα "Osteology Lab", που αποτελεί τον εργαστηριακό χώρο, στον οποίο τα οστεολογικά ευρήματα (ανθρώπινα και ζωικά) εξετάζονται μακροσκοπικά, διαχωρίζονται και ταξινομούνται, ενώ αν κριθεί απαραίτητο, αναλύονται και μελετώνται περεταίρω στους εξειδικευμένους εργαστηριακούς χώρους του υπογείου. Τα υλικά των χώρων αυτών αποτελούνται από γκρι βινυλικό δάπεδο, επενδύσεις ξύλινων ακουστικών πετασμάτων σε απόχρωση δρυς και λευκά έπιπλα γυαλιστερών υφών με μεταλλικές ανθρακί λεπτομέρειες.
Στον α' όροφο βρίσκεται η βιβλιοθήκη του κτιρίου, στην οποία εντάσσονται χώροι αναγνωστηρίων και μελέτης. Σε άμεση επαφή με τη βιβλιοθήκη χωροθετείται μία αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, η οποία διαχωρίζεται από το χώρο της βιβλιοθήκης με τη χρήση λευκών κινούμενων ηχομονωτικών πετασμάτων. Ο "κινητός τοίχος" ήταν μία αρχιτεκτονική επιλογή, ώστε να επιτευχθεί η βέλτιστη ευελιξία στη λειτουργία των χώρων με τη μέγιστη ενοποίησή τους, αλλά και τον πλήρη διαχωρισμό τους.
Οι επεμβάσεις που έγιναν στον περιβάλλοντα χώρο περιορίστηκαν στην ανακατασκευή του γηπέδου τένις πάνω από το νέο υπόγειο (εκτός περιγράμματος ανωδομής), στη σύνδεση των υφιστάμενων μονοπατιών με το νέο κτίριο και τέλος στη μεταφύτευση ορισμένων δένδρων και στη συμπλήρωση του πρασίνου με κατάλληλη επιλογή φυτών. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν αντλήθηκαν από την παλέτα υλικών του υφιστάμενου κήπου και αποτελούνται από τσιμέντο, πέτρα, μάρμαρο, κεραμικά πεπαλαιωμένα τούβλα και ακανόνιστες πλάκες Καρύστου.

Πρόκειται για τον σχεδιασμό ενός χώρου εστιατορίου ασιατικής κουζίνας, εμβαδού 1.100,00 m², τοποθετημένου στην ταράτσα κτιρίου στο κέντρο της Λάρισας.
Εμπνεόμενοι από στοιχεία της ιαπωνικής αρχιτεκτονικής, οι μελετητές σχεδίασαν τον χώρο με στοιχεία όπως το "τατάμι" (παραδοσιακό ιαπωνικό χαλί φτιαγμένο από άχυρο ρυζιού), το νερό, τα μπαμπού. Το εστιατόριο "ΚΟΒΕ" αποτελείται από χώρο φαγητού, χώρο ποτού και μπαρ, καθώς και βοηθητικούς χώρους.
Μία κατασκευή από επάλληλα μπαμπού, στα οποία σχηματίζονται ιερογλυφικά γράμματα τοποθετείται στην είσοδο υποδεχόμενη τους πελάτες. Σειρά έχει μία περιοχή νερού, με μία φύτευση ενός μπονζάι στο κέντρο της, η οποία λειτουργεί ως ένα φίλτρο για το χώρο του φαγητού και ταυτόχρονα ως το υγρό στοιχείο, που δεν μπορεί να λείπει από έναν ιαπωνικό σχεδιασμό. Ένα στέγαστρο από μπαμπού σε συνδυασμό με διαχωριστικά από το ίδιο υλικό καθορίζουν τον χώρο φαγητού.
Σε μία προσπάθεια παραπομπής στο ιαπωνικό "τατάμι" δημιουργήθηκαν στο δάπεδο ορθογώνια τμήματα ανάγλυφων πλακών, τοποθετημένων σε μεταλλικά κουτιά σε έναν κάνναβο αντίστοιχο με τα πραγματικά "τατάμι".
Στοιχεία όπως το στέγαστρο, το δάπεδο και η φύτευση έρχονται σε πρώτο πλάνο μιας και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, όπως οι μεταλλικές πλάκες στην όψη του κτιρίου και οι ξύλινες επιφάνειες στον χώρο του μπαρ, βάφονται σε σκούρο γκρι με σκοπό να αποτελέσουν τον καμβά τους.

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.