Η Αθήνα είναι η πόλη που φιλοξένησε τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες το 1896, οι οποίοι σηματοδότησαν την αφετηρία της διαδρομής του Ολυμπιακού κινήματος όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Το Ολυμπιακό Μουσείο της Αθήνας έρχεται για να αφηγηθεί την ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων από την αρχαιότητα έως σήμερα αποτίοντας φόρο τιμής στους αθλητές, αλλά κάνοντας και εκτενή αναφορά στην εξέλιξη των αθλημάτων μέσα στο χρόνο.
Οι μελετητές είχαν στη διάθεσή τους ένα κλειστό κέλυφος, εντός του εμπορικού κέντρου "Golden Hall" στο Μαρούσι, με περίπου 9 μέτρα ύψος και 3.500 m2 για το μουσείο και τους βοηθητικούς του χώρους σε δύο επίπεδα.
Η εμπειρία της επίσκεψης στο μουσείο ακολουθεί μια αφήγηση στο χρόνο με κύριους σταθμούς τη γέννηση των Ολυμπιακών αγώνων στην αρχαία Ελλάδα, την καθιέρωσή τους στην Αρχαία Ολυμπία, το σβήσιμό τους κατά την περίοδο του Βυζαντίου, την αναβίωσή τους στην Αθήνα του 1896, μια συνοπτική αναφορά όλων των αγώνων μέχρι και το 2004, όπου ξαναέρχονται στην Αθήνα, μέχρι και σήμερα. Το δεύτερο κομμάτι του μουσείου είναι αφιερωμένο στο Ολυμπιακό κίνημα, τις αξίες του και φυσικά τους αθλητές και τα αθλήματα.
Αν και μουσειολογικά το μουσείο είχε χωριστεί σε ενότητες, η πορεία της αρχιτεκτονικής μελέτης έγινε παράλληλα με τη μουσειολογική και τη μουσειογραφική μελέτη. Υπήρχε το εξαιρετικό πλεονέκτημα ότι στο ίδιο γραφείο οι μελετητές δούλευαν σε ξεχωριστές αλλά αλληλοσυμπληρώμενες ομάδες την αρχιτεκτονική και τη μουσειογραφική μελέτη. Οι χώροι σχεδιάζονταν σχεδόν παράλληλα με τα γραφικά τους και τα εκθέματά τους. Ίσως να είναι από τις λίγες φορές που οι αρχιτέκτονες δημιουργούν όλες τις αίθουσες σαν κομμάτι του εκθέματος.
Με στόχο να δημιουργηθεί μία καθαρή σχέση ανάμεσα στην πληροφορία, την εικόνα και το χώρο, αποφεύχθηκε κάθε περιττό διακοσμητικό στοιχείο, αλλά έγινε και προσπάθεια να εξαφανιστεί κάθε στήριξη αντικειμένου. Το αποτέλεσμα είναι αντικείμενα που αιωρούνται στο χώρο και στις προθήκες τους, εικόνες και κείμενα τα οποία συντίθενται στις επιφάνειες, ήχος και κινούμενη εικόνα που συνδυάζονται αρμονικά με το χώρο και όλα μαζί επιτρέπουν στον επισκέπτη να μπορεί να εστιάζει κάθε φορά στο σημείο που τον ενδιαφέρει, χωρίς ποτέ να χάνει το σύνολο που δημιουργείται. Με διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης κάθε χώρου - εκθέματος έγινε προσπάθεια να κερδηθεί το ενδιαφέρον του επισκέπτη, δίνοντάς του την αίσθηση της ελεύθερης περιήγησης με εκπλήξεις, παρόλο που η πορεία μέσα στο μουσείο έχει αρχή, μέση και τέλος.
Καθώς σε όλο το πρώτο κομμάτι της αφήγησης της ιστορίας των Αγώνων δεν υπήρχε κάποια συλλογή αντικειμένων προς έκθεση, η μουσειογραφία ήταν ουσιαστικά μια ιδιαίτερη εικονογράφηση της πληροφορίας. Η έμπνευση ήταν αστείρευτη από την πληθώρα τεκμηρίων, που ήταν διαθέσιμα από τη συνεργασία με άλλα μουσεία και φορείς. Οι μουσειογραφικές χειρονομίες, σε μεγάλο βαθμό εικαστικές, υπογραμμίζουν την έννοια του αγώνα μέσα από διαφορετικές απεικονίσεις αθλητών εν κινήσει, που με το δικό τους τρόπο αφηγούνται την εξέλιξη του αθλητισμού μέσα στο χρόνο. Από τα ανάγλυφα των αρχαίων Ελλήνων και τις παραστάσεις των κεραμικών αγγείων, μέχρι τις φωτογραφίες του 20ού αιώνα και την καταγραφή σε βίντεο.
Υπήρχαν κάποιες συγκεκριμένες αρχές σχεδιασμού που επιλέχθηκαν για το Ολυμπιακό Μουσείο της Αθήνας, ώστε όλο το μουσείο να βγάζει μία ενιαία ταυτότητα, παρόλη τη χρονολογική διαδρομή των 3.000 χρόνων που έπρεπε να διανυθούν στα 1.800 τετραγωνικά μέτρα του εκθεσιακού χώρου του μουσείου. Καθώς είναι ένα από τα πολλά Ολυμπιακά Μουσεία που έχουν γίνει στον κόσμο, αλλά με μεγάλη σημασία καθώς η Ελλάδα είναι ο σημαντικότερος τόπος για την ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων, θεωρήθηκε ότι πρέπει να βρεθούν κάποια Ελληνικά στοιχεία που θα διαφοροποιήσουν το μουσείο από τα άλλα του είδους του.
Το πιο σημαντικό είναι το φως. Το μουσείο έπρεπε να είναι ένα φωτεινό μουσείο. Χωρίς το φως να φαίνεται, το φως έπρεπε να είναι ένας από τους πρωταγωνιστές, όπως συμβαίνει στο Ελληνικό τοπίο.
Οι χώροι πλημμύρισαν με φως χωρίς να είναι ορατή η προέλευσή του, σαν να εισέρχεται το φυσικό φως μέσα στις αίθουσες.
Δεύτερο στοιχείο είναι η κλίμακα. Οι μελετητές επέλεξαν να εκμεταλλευτούν το ύψος του κελύφους στο έπακρο, έχοντας όμως και μεταβάσεις από ψηλούς χώρους σε χαμηλότερους, από φωτεινούς σε πιο σκοτεινούς και από μικρούς σε μεγαλύτερους ανάλογα με τις μουσειολογικές ανάγκες. Το μεγάλο ύψος βοήθησε ώστε ο χώρος να αποκτήσει μνημειακότητα και το έκθεμα σημασία.
Η κάτοψη άντλησε έμπνευση από τη χάραξη των σταδίων. Σαν να είναι το μουσείο ένα κολλάζ από μικρά στάδια, που κάθε φορά υπογράμμιζουν την ιστορία. Οι καμπύλες βοήθησαν ώστε η διαδρομή να είναι πιο ομαλή, πιο ρευστή. Επίσης σημαντικό στοιχείο του σχεδιασμού είναι οι μεταβάσεις από χώρο σε χώρο. Η μετάβαση μπορεί να γίνεται μέσα από ειδικά διαμορφωμένα ανοίγματα, από διαφοροποιήσεις στο χρώμα ή στην υφή του τοίχου και από αλλαγές στο δάπεδο.
Στόχος ήταν οι κύριες αίθουσες της Αρχαίας Ολυμπίας, του 1896 και του 2004 να έχουν μια αύρα από τα στάδια που φιλοξένησαν τους αγώνες. Κάθε αίθουσα σχεδιάστηκε ξεχωριστά, αλλά σε συνοχή με το σύνολο του μουσείου.
Η χρονογραμμή, στην οποία γίνεται μία συνοπτική περιγραφή όλων των σύγχρονων ολυμπιακών αγώνων ξεδιπλώνεται σε πετάσματα ίδιου πλάτους και ύψους, σαν τις σελίδες ενός τεράστιου βιβλίου απλωμένου σε μία ιδιαίτερη χωρική δομή, εστιάζοντας σε όλες τις ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες - στιγμές της ιστορίας.
Οι αίθουσες που σηματοδοτούν το έπος των Ολυμπιακών αγώνων αναφέρονται στις αξίες και στις αρχές του Ολυμπισμού, στους ήρωες των αγώνων, στους αθλητές, αλλά και στην εξέλιξη των αθλημάτων μέσα στο χρόνο.
Στην τελευταία μνημειακή αίθουσα, ένα δάσος από προβολές και αντικείμενα στο χώρο, ο επισκέπτης γίνεται και ο ίδιος έκθεμα καθώς μία μεγάλη κοίλη αντανακλαστική επιφάνεια διπλασιάζει και επαναπροβάλλει το χώρο.
Η αρχή και το τέλος του μουσείου δημιουργούνται σε μαύρες κυλινδρικές χωρικές οντότητες, όπου οι προβολές τους προϊδεάζουν και αποχαιρετούν τον επισκέπτη αντίστοιχα.

Οι τρείς βίλλες βρίσκονται στο Βουρκάρι τις Κέας. Οι δυο από αυτές σχεδιάστηκαν ως βίλλες φιλοξενίας και η τρίτη ως wellness house. Εντάσσονται και οι τρείς αρμονικά στο φυσικό τοπίο, καθώς και στα χρώματα του νησιού. Με θέα τη θάλασσα, τα κτίρια σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να αφήνουν το μικρότερο δυνατό αποτύπωμα στο φυσικό περιβάλλον.
Αν και οι λειτουργίες των κτιρίων είναι διαφορετικές, οι ίδιες αρχές σχεδίασης αποτέλεσαν βάση για τη δημιουργία τους. Παρόλο που τα κτίρια είναι υπόσκαφα, το φυσικό φως εισέρχεται μέσω ανοιγμάτων στους εσωτερικούς χώρους και παράλληλα διασφαλίζεται η ιδιωτικότητα των φιλοξενούμενων. Τοποθετημένα σε κεκλιμένo έδαφος, συνδέονται από μια περιφερειακή διαδρομή και παράλληλα μέσω μιας σειράς υπόγειων πέτρινων σηράγγων, που αποτελούν τις προσβάσεις των κατοικιών.
Η είσοδος σε κάθε κατοικία αποτελεί ένα στοιχείο αντίθεσης και έκπληξης για τους φιλοξενούμενους, καθώς μεταφέρονται από τις υπόσκαφες διαδρομές σε έναν εσωτερικό χώρο με θέα τη θάλασσα. Διασπαρμένα στον περιβάλλοντα χώρο, έχουν σχεδιαστεί υπαίθρια καθιστικά, καθώς και ένα μικρό αμφιθέατρο για προβολές κινηματογράφου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Στους εσωτερικούς αλλά και στους εξωτερικούς χώρους, έχει δοθεί έμφαση στη φύση. Κάθε κτίριο είναι κατασκευασμένο από τοπική πέτρα, έτσι ώστε οι προσόψεις τους να εναρμονίζονται με το ευρύτερο περιβάλλον. Οι στέγες είναι σκεπασμένες με χώμα και κυκλαδίτικη φύτευση, ώστε να εξασφαλίζεται η ολιστική προσέγγιση σχεδιασμού. Στον υπόλοιπο περιβάλλοντα χώρο συνεχίζεται η ίδια φύτευση εμπλουτισμένη με δέντρα, κυρίως ελιάς. Στο εσωτερικό, όλοι οι κύριοι χώροι – σαλόνι, κουζίνα αλλά και κάθε υπνοδωμάτιο έχουν θέα προς τη θάλασσα. Επίσης κάθε κτίριο έχει εσωτερικές αυλές, οι οποίες είναι προστατευμένες από τους ανέμους και επιτρέπουν το φως να εισχωρήσει στα κτίρια. Όλες οι βίλλες περικλείονται από πέτρινους τοίχους, καθώς και από βραχώδεις φυσικούς "τοίχους".

 

Το κτίριο αποτελεί ιδιωτική ανάθεση σε γωνιακό οικόπεδο επί της Λεωφόρου Πεντέλης στα Βριλήσσια, στη συμβολή πολυσύχναστων δρόμων με έντονη ανάπτυξη εμπορικών και γραφειακών δραστηριοτήτων. Το τετραώροφο κτίριο περιλαμβάνει ένα ισόγειο κατάστημα με πατάρι και υπόγειο αποκλειστικής χρήσης και τρεις ορόφους γραφείων προς εκμετάλλευση, με εξάντληση της μέγιστης κάλυψης και δόμησης σύμφωνα με την απαίτηση των ιδιοκτητών.
Το κατάστημα στη βάση του κτιρίου ανεξαρτητοποιείται με ξεχωριστή είσοδο και εσωτερική ανεξάρτητη σκάλα. Μεγάλα υαλοστάσια στις όψεις του, που συμπληρώνονται από τα φέροντα στοιχεία από εμφανές σκυρόδεμα, αποσκοπούν στη δημιουργία μιας σχέσης διαφάνειας με το δημόσιο χώρο, ώστε να επιτυγχάνεται η καλύτερη ανάδειξη των εμπορευμάτων.
Στους ορόφους του κτιρίου, αντιθέτως, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα ογκοπλαστικά στοιχεία για τη δημιουργία μιας ομαλής μετάβασης ανάμεσα στον πολύβουο εξωτερικό χώρο και στον ιδιωτικό χώρο των γραφείων. Οι κατόψεις των ορόφων σχεδιάστηκαν ως ενιαίοι - ευέλικτοι χώροι γραφείων με δυνατότητα χωρισμού ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε χρήστη. Η γωνιακή θέση του κτιρίου αλλά και η γειτνίαση με τον χώρο παλιού υδραγωγείου, έδωσαν τη δυνατότητα για τη δημιουργία διαμπερών χώρων με θέα. Στη βορειοδυτική όψη, επί της Λεωρόρου Πεντέλης, ο όγκος των εξωστών προβάλλεται προστατεύοντας τις γυάλινες επιφάνειες, ενώ τα πλαίσια που σχηματίζει δημιουργούν προστατευμένους υπαίθριους χώρους, φιλτράροντας την απρόσκοπτη θέαση στον εσωτερικό χώρο.
Αντίστοιχα, οι εξώστες της νοτιοανατολικής όψης σκιάζουν χωρίς να εμποδίζουν τη θέα προς το επιβλητικό υδραγωγείο. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη νοτιοδυτική όψη, όπου με τη χρήση προεξοχών από οπλισμένο σκυρόδεμα που συμπληρώνονται από υαλοστάσια και τοίχους με σοβά και χρώμα, δημιουργείται ένα δεύτερο κέλυφος, το οποίο διαμορφώνει μια διαλεκτική σχέση με την πόλη, καθώς η κίνηση του ήλιου συμβάλλει στην αποτύπωση τονισμών και σκιών. Τέλος, στη βορειοανατολική πλευρά, όπου το οικόπεδο γειτνιάζει με όμορο οικόπεδο, ο ψηλότερος όγκος του κλιμακοστασίου και το "έρκερ", που δίνει τη δυνατότητα μικρής επέκτασης των γραφείων, συμπληρώνουν την απλή γεωμετρία της επιφάνειας εμφανούς σκυροδέματος με στοιχεία από γυαλί, μέταλλο και χρώμα.
Στόχος της μελέτης ήταν η διάσπαση ενός κατά τα άλλα αυστηρά γεωμετρικού όγκου, όπου το κύριο υλικό κατασκευής του κτιρίου είναι το σκυρόδεμα, το οποίο παραμένει ανεπίχριστο και άβαφο, και σε συνδυασμό με τη χρήση διαφορετικών υλικών και χρωμάτων να δημιουργηθεί μια λιτή σύνθεση που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες του χρήστη και θα συνδιαλέγεται με τον περιβάλλοντα χώρο της.

 

Στο λουτρό της κατοικίας "Pedro Reyes House" η μπανιέρα είναι εξολοκλήρου λαξευμένη από πέτρα, προσομοιάζοντας με σκαλιστό βράχο, ενώ ο νεροχύτης είναι διαμορφωμένος με τέτοιον τρόπο, υιοθετώντας τεχνικές κεραμικής.
Φωτογραφία: Edmund Sumner

Στην κατοικία "Pedro Reyes House" στο Μεξικό μια τσιμεντένια εσωτερική σκάλα οδηγεί σε μια βιβλιοθήκη διπλού ύψους και ένα μπάνιο με ακανόνιστους τοίχους από σκυρόδεμα.
Φωτογραφία: Edmund Sumner

Το πέτρινο αίθριο στην κατοικία "Pedro Reyes House" στο Μεξικό με επένδυση κίτρινου χρώματος πλαισιώνεται από κάκτους, ενώ στο κέντρο του έχει φυτευτεί ένα δέντρο.
Φωτογραφία: Edmund Sumner

Το μπάνιο της κατοικίας στη Βαρκελώνη είναι από μάρμαρο, έχει θέα στην πισίνα και στο κέντρο της πόλης, ενώ κεντρικό στοιχείο του χώρου είναι ένα ιδιαίτερο γλυπτό δίπλα στο νεροχύτη από τον καλλιτέχνη Youngmin Kang.
Φωτογραφία: Douglas Friedman

Στην κατοικία "Meridian House" τα γήινα χρώματα που επικρατούν σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα ψάθινα φωτιστικά οροφής πάνω από την τραπεζαρία προσδίδουν μία αίσθηση γαλήνης και οικειότητας.

Στην κατοικία "Northside House" οι νέες προσθήκες στην ήδη υπάρχουσα δομή από τούβλα, συνδυάζουν αρμονικά τα παραδοσιακά με τα σύγχρονα στοιχεία.
Φωτογραφία: Derek Swalwell

Στην κατοικία "Northside House" ο συνδυασμός της ξύλινης οροφής, με το αναβαθμισμένο μωσαϊκό δάπεδο και το μάρμαρο στην πλάτη του πάγκου προσδίδουν μία μοντέρνα νότα στον χώρο της κουζίνας.
Φωτογραφία: Derek Swalwell

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.